Αλβέρτος ο Μέγας

Αλβέρτος ο Μέγας
(Albertus Magnus, Λόιγκεν, Σουηβία, περ. 1200 - Κολονία 1280). Δομινικανός φιλόσοφος και θεολόγος, δάσκαλος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Σπούδασε στην Πάντοβα και δίδαξε στο Ρέγκενσμπουργκ, στο Παρίσι και στην Κολονία, όπου διηύθυνε τη Γαλλική Σχολή (Studium Generale) των δομινικανών και είχε μαθητή τον Θωμά τον Ακινάτη. Επεδίωξε να συγκροτήσει μια εγκυκλοπαίδεια των ανθρώπινων γνώσεων, σύμφωνα με τη μεγάλη επιθυμία της εποχής του, και θέλησε να ξεχωρίσει τη σφαίρα της φιλοσοφίας και της επιστήμης από τη σφαίρα της θεολογίας, αναγνωρίζοντας αυτονομία σε καθεμία. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις του αυτές εισήγαγε τη σκέψη του Αριστοτέλη στον πνευματικό πολιτισμό της εποχής του, με βάση την ανάγνωση των κειμένων που ήταν ανεπηρέαστη από τις επιταγές της πίστης. Έγινε έτσι ο ιδρυτής του χριστιανικού αριστοτελισμού και με την έννοια αυτή ο Α. ο Μ. μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος του Θωμά Ακινάτη. Το 1931 ανακηρύχθηκε άγιος της Δυτ. Εκκλησίας. Ο Αλβέρτος ο Μέγας (προσωπογραφία εποχής)

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αλβέρτος — I Όνομα αυτοκρατόρων και μελών της δυναστείας των Αψβούργων. 1. Α. Α’ (1250 – 1308). Βασιλιάς της Γερμανίας και δούκας της Αυστρίας (1298 1308). Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ροδόλφου Α’ των Αψβούργων. Μετά τον θάνατο του πατέρα του (1291), δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… …   Dictionary of Greek

  • αρσενικό — Χημικό στοιχείο της πέμπτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο As και ατομικό αριθμό 33. Το α. βρίσκεται στη φύση με τη μορφή διαφόρων ενώσεων, από τις οποίες σημαντικότερες είναι o αρσενοπυρίτης ή διπλά θειούχα άλατα α. και σιδήρου, το… …   Dictionary of Greek

  • επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • ρομπότ — Μηχάνημα ικανό να εκτελεί πράξεις, που αποτελούν μέρος ενός καθορισμένου προγράμματος, και με ορισμένες λειτουργικές ομοιότητες με τον άνθρωπο. Ο όρος προήλθε από την τσεχική λέξη robota (= εργασία), όταν ο Κάρελ Τσάπεκ έγραψε το 1923 το ονομαστό …   Dictionary of Greek

  • Σορβόννη — (Sorbonne). Παλιό πανεπιστήμιο του Παρισιού, τώρα έδρα των σχολών Φιλοσοφίας, Επιστημών, της Πρακτικής Σχολής Ανώτερων Σπουδών, της Εθνικής Σχολής Χαρτών και της κεντρικής διοίκησης του Πανεπιστήμιου. Πήρε το όνομα από τον Ρομπέρ ντε Σορμπόν, που …   Dictionary of Greek

  • συγγένεια χημική — Το μέτρο της τάσης των στοιχείων και γενικά των ενώσεων να συνδεθούν χημικά με άλλα στοιχεία ή ενώσεις. Από τα παλιότερα, αλλά και από τα σύγχρονα προβλήματα της χημείας είναι η ανακάλυψη μιας γενικής αρχής, που να ερμηνεύει το αυθόρμητο, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”